Καπιταλιστική παλινόρθωση: αιτίες-αποτελέσματα-η απάντηση του κινήματος

Τοποθέτηση IARKP

Διεθνιστική Συνάντηση 5 Νοέμβρη

Συζήτηση με θέμα:

Καπιταλιστική παλινόρθωση: αιτίες-αποτελέσματα-η απάντηση του κινήματος 

Στη Σοβιετική Ένωση, την πρώτη σοσιαλιστική χώρα του κόσμου, μετά από σχεδόν 40 χρόνια από την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο, επανήλθε και επιβλήθηκε οριστικά και σταθεροποιήθηκε πολιτικά ο καπιταλισμός ως οικονομική τάξη πραγμάτων. Η μορφή που πήρε ήταν ένας γραφειοκρατικός κρατικός καπιταλισμός, που δεν γινόταν αντιληπτός ως τέτοιος και δεν αναγνωρίζοντας από πολλούς σαν καπιταλιστικό εκμεταλλευτικό σύστημα, έως τη στιγμή που αντικαταστάθηκε από μια κλασική μορφή του καπιταλισμού. Σαν ημερομηνία της οριστικής παλινόρθωσης του καπιταλισμού θεωρούμε το 20 Συνέδριο του 1956, όπου μια νέα αστική τάξη από τις γραμμές του ΚΚΣΕ κατέλαβε την ολοκληρωτική πολιτική εξουσία και εκτόπισε ή αφάνισε όλους του πολιτικούς αντιπάλους της, είτε πρόκειται για επαναστάτες κομμουνιστές/στριές είτε για μικροαστούς καριερίστες και καιροσκόπους στην κρατική-οικονομική μηχανή.

Αν ψάξουμε τις αιτίες για αυτήν την ανατροπή, αυτήν την αντεπανάσταση και πιο συγκεκριμένα την πολιτική ολοκλήρωσή της, τότε πρέπει να δούμε βαθιά στο παρελθόν- έως τις αρχές του κομμουνιστικού εργατικού κινήματος. Πρέπει να εξετάσουμε τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά ερωτήματα: Γιατί είναι βέβαια σίγουρο ότι το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος έκανε, παρά τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, τεράστια βήματα στο δρόμο του αγώνα της εργατικής τάξης για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Ωστόσο, είναι επίσης βέβαιο ότι οι θεωρητικές βάσεις για μια συγκεκριμένη οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και των επόμενων βημάτων που απαιτούνταν προς την αταξική κοινωνία έπρεπε να μετατραπούν-μετασχηματιστούν από τις έως τότε ιδιαίτερα αφηρημένες αντιλήψεις και αρχές του μαρξισμού σε συγκεκριμένη πράξη, να διατυπωθούν σε συγκεκριμένα αγωνιστικά και πολιτικά καθήκοντα και να δοκιμαστούν και να εξελιχθούν στη κοινωνική δράση και πράξη. Από την άλλη, όμως, οι πραγματικές πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές κ.λπ. συνθήκες στη Ρωσία, η στη μετέπειτα ΣΕ και παγκόσμια, αποτέλεσαν τεράστια πρόκληση για τους πρωτοπόρους αγωνιστές για μια νέα κοινωνία, τους κομμουνιστές, τους ανάγκαζε συχνά να πάρουν βασικές και εκτεταμένες αποφάσεις μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σε καταστάσεις όπου δεν υπήρχε πρότερη αποτιμημένη εμπειρία. Δεν μπορούσαν να εφαρμόσουν μια δοκιμασμένη γραμμή.

Πριν έρθουμε σε ορισμένα σημεία, που θέλουμε (σαν Πρωτοβουλία για την οικοδόμηση ενός επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος Αυστρίας) να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα, θα θέλαμε να επισημάνουμε κάτι γνωστό από παλιά: Ο σοσιαλισμός, δηλαδή η πρώτη φάση μετά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας –που χαρακτηρίζεται από το Μαρξ συχνά σαν κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού («στον καθένα σύμφωνα με την εργασία» και με το μητρικό σημάδι της παλαιάς καπιταλιστικής κοινωνίας σημαδεμένος)- αποτελεί μια μεταβατική κοινωνία από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Συνεπώς, πρέπει να υπάρχουν ισχυρές κινητήριες δυνάμεις, ώστε να προχωρήσει και να πραγματοποιηθεί αυτή η μετάβαση. Αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι η εξασθένηση αυτών των κινητήριων δυνάμεων –τόσο υποκειμενικών όσο και αντικειμενικών, τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών- θέτει σε κίνδυνο τον σοσιαλισμό, την ίδια την ύπαρξή του. Με άλλα λόγια: μόλις επιβραδυνθεί και ατονήσει ο ρυθμός, ο καπιταλισμός επιβάλλεται σχεδόν από μόνος του. Ο σοσιαλισμός –και ιδιαίτερα σε μια μόνο χώρα- δεν είναι ένας μεταφορικός ιμάντα ή ένας ανελκυστήρας, όπου αρκεί να επιβιβαστείς για να προχωρήσεις. Πιστεύουμε ότι είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί ότι, σε μια κοινωνική και οικονομική κατάσταση όπως αυτή συνολικά στον 20ο αιώνα, η σοσιαλιστική οικοδόμηση λιμνάζει αμέσως και συντελείται μια (τουλάχιστον) υφέρπουσα εξάπλωση καπιταλιστικών στοιχείων, όταν η εργατική τάξη δεν προωθεί καθημερινά, με την καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος, την ταξική πάλη. Με τις συνθήκες που επικρατούσαν τον 20ο αιώνα και τις σημερινές συνθήκες, το λιγότερο, υπομονεύονται και καταστρέφονται οι προσπάθειες από τα καπιταλιστικά στοιχεία, αν δεν εναντιωθείς συλλογικά, αποφασιστικά και ενιαία.

Ας ξεκινήσουμε όμως με ένα σημαντικό θεωρητικό ερώτημα που αφορά και βαραίνει ολόκληρο το κομμουνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα, το ζήτημα της ιστορικής προόδου και του ιστορικού ντετερμινισμού.

1. Με δεδομένο ότι δεν υπήρχε πρακτική εμπειρία οικοδόμησης του σοσιαλισμού (εκτός από τις λίγες εβδομάδες της Κομμούνας του Παρισιού το 1871), περιγράφανε όλοι οι ονομαστοί θεωρητικοί του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, όχι μόνο ο Μαρξ και ο Ένγκελς, τον σοσιαλισμό / κομμουνισμό ως κοινωνικό σχηματισμό που ακολουθεί ιστορικά μετά τον καπιταλισμό –και με έναν ορισμένο ιστορικό τρόπο, ως τη μοναδική λογική εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας.

Διαβάζουμε για παράδειγμα, στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου: Η αστική τάξη «παράγει πάνω από όλα τους δικούς της νεκροθάφτες. Η πτώση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι εξίσου αναπόφευκτες». Ενώ υπάρχει στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου και η ιστορική επισήμανση ότι η ταξική πάλη μπορεί να τελειώσει και με «την από κοινού καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων», όμως αυτό προσπερνιόταν πάντα από το κομμουνιστικό κίνημα. Περίπου 50 χρόνια μετά τη δημοσίευση του «Μανιφέστου» ο Λένιν έκανε έντονη κριτική στους δεξιούς σοσιαλδημοκρατικούς θεωρητικούς της Διεθνούς, ειδικά για τον ρεφορμισμό και τον υπερ-ιμπεριαλισμό του Κάουτσκι. Ένα ιδιαίτερα δραματικό παράδειγμα είναι το ψευδο-λογικό και ιστορικό-ντετερμινιστικό επιχείρημα του Κάουτσκυ που υποστηρίζει: Μια και γύρω στο 1900 η εργατική τάξη στις βιομηχανικές χώρες αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού ο σοσιαλισμός καθίσταται αναπόφευκτος. (Ο δρόμος προς την εξουσία , κεφάλαιο 6 «Ανάπτυξη των επαναστατικών στοιχείων „).

Στα μέσα του 1930, διαβάζουμε στον Στάλιν: Δεδομένου ότι στη Σοβιετική Ένωση απαλλοτριώθηκαν πλήρως τα μέσα παραγωγής που κατέχανε πριν οι καπιταλιστές, η αστική τάξη έχει εξουδετερωθεί ως τάξη και επομένως ο σοσιαλισμός μπορεί να καταστραφεί μόνο από την περικύκλωση των ιμπεριαλιστών (και τους πράκτορές τους), (Στην ομιλία για το σύνταγμα στο 8ο Σοβιετικό Κογκρέσο το 1936, αναφέρεται επίσης ότι: «όλες οι εκμεταλλεύτριες τάξεις έχουν εξουδετερωθεί», σελ. 15). Αυτό ήταν έκφραση μιας μηχανιστικής προσέγγισης στα προβλήματα μιας μεταβατικής κοινωνίας και άνοιξε τον δρόμο για το 1956.

Πράγματι ήταν η ιμπεριαλιστική πίεση κι αν μη τι άλλο ο πόλεμος με τον γερμανικό στρατό ένας σημαντικός εξωτερικός παράγοντας. Επέδρασσαν και επηρέασαν, ώστε να παραμεριστούν, να υποτιμηθούν ή να αγνοηθούν συγκεκριμένα καθήκοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αλλά η παλινόρθωση του καπιταλισμού πραγματοποιήθηκε λόγω εσωτερικών αντιφάσεων – και αυτό ήταν πραγματικά αδιανόητο, όχι μόνο για το ΚΚΣΕ αλλά σχεδόν για όλο το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Για δεκαετίες οι κομμουνιστές είχαν παραβλέψει εντελώς ή υποτίμησαν σημαντικά αυτόν τον κίνδυνο. Όταν στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1952 διαπιστώθηκε, επικρίθηκε και κριτικαρίστηκε το γεγονός ότι είχε αναπτυχθεί μια κάστα προνομιούχων αφεντικών του κόμματος, ήταν πιθανότατα ήδη πολύ αργά για να γυρίσει το τιμόνι στην ΣΕ – και προφανώς δεν υπήρχαν πια οι αναγκαίες για κάτι τέτοιο δυνάμεις στο ΚΚΣΕ, ικανές να αποτρέψουν την ολοκληρωτική παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οι κομμουνιστές βασίζονταν κυρίως στις συμβουλές του Λένιν για την υλική βάση της γραφειοκρατίας στο σοσιαλισμό και την επίδραση της μικροαστικής (αγροτικής-εμπορικής) παραγωγής και των αστικών παραδόσεων που δεν ξεπεράστηκαν στο εποικοδόμημα και δεν καταλάβαιναν ουσιαστικά τι πραγματικά εξελίσσονταν μπροστά στα μάτια τους. Μόνο δέκα χρόνια αργότερα ξεκίνησε από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, η επιστημονική εξέταση του προβλήματος της ανάπτυξης μια κρατικό-γραφειοκρατικής καπιταλιστικής τάξης από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος (Πολεμική στη γενική γραμμή 1963) και να θέσει σε εφαρμογή τα θεωρητικά συμπεράσματα στη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα το 1966-1976 – μέχρις ότου η κίνηση αυτή ανακοπεί και σταματήσει βίαια από τους νέους ηγέτες του καπιταλιστικού δρόμου. Μια βασική ανανέωση-καινοτομία της ΜΠΠΕ ήταν η έμφαση στο συνειδητό στοιχείο και η υπεροχή της πολιτικής για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

2. Βρίσκουμε στενή σύνδεση με την υποτιθέμενη μη αναστρεψιμότητα του σοσιαλισμού (ειδικά μετά την νίκη επί του φασισμού και την εγκαθίδρυση μιας σειράς λαϊκών δημοκρατιών στην Ευρώπη και την Ασία) και τα λάθη στα οικονομικά ζητήματα του σοσιαλισμού, στα οποία μπορούμε να αναφερθούμε εδώ μόνο επιγραμματικά. Για το που βρισκόταν η συζήτηση στις αρχές της δεκαετίας του 1950, θέλουμε μόνο να παραπέμψουμε στο κείμενο του Στάλιν „Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού…“ και στο “Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας“ (Μόσχα 1954), το οποίο στο τρίτο μέρος του καταπιάνεται με τον „σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής“. Στο τελευταίο κείμενο συναντάμε και εκεί π.χ. την πρόταση “Μετά την νίκη του σοσιαλισμού και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο δεν υπάρχουν πια στην Σοβιετική Ένωση εχθρικές, ανταγωνιστικές τάξεις και ασυμβίβαστες ταξικές αντιθέσεις.” (Γερμανική έκδ. Βερολίνο 1955, σελ.423). Στο «εγχειρίδιο» αυτό μεταφέρονται άκριτα και για την σοσιαλιστική οικονομία οι κατηγορίες από το Κεφάλαιο του Μαρξ, όπου φυσικά αναλύεται όμως ο καπιταλισμός, και δεν γίνεται προσπάθεια να συλληφθεί επιστημονικά η δυναμική της σοσιαλιστικής παραγωγικής διαδικασίας στον δρόμο, από το “από τον καθένα ανάλογα με την προσφορά του” στο “στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του”. Κατά συνέπεια δεν βρίσκουμε στο «εγχειρίδιο» σημεία ή και κεφάλαια, που να εντρυφούν στις αντίρροπες δυνάμεις που οδηγούν στον καπιταλισμό στην εμπορευματική παραγωγή και τις επιπτώσεις του (ακόμα σε ισχύ) αστικού δικαίου. Το γεγονός ακόμη ότι ο Στάλιν προσωπικά πήρε θέση στα “Οικονομικά Προβλήματα…”, καταδεικνύει πόσο σφοδρή και λοξοδρομισμένη ήταν ήδη η συζήτηση την εποχή που γράφονταν το “Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας“.

Πέρασαν πάνω από 20 χρόνια για να εμφανιστεί τελικά, με την ορμή της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, το 1975 στη Σαγκάη το βιβλίο «Θεμελιώδη Στοιχεία της Πολιτικής Οικονομίας», όπου στον Τόμο 2 (Σοσιαλισμός) γίνεται προσπάθεια να παρθούν μαθήματα από τις εμπειρίες της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας και να αντληθούν θεωρητικά συμπεράσματα. Το βιβλίο μεταφράστηκε μεν το 1977 στα αγγλικά (Fundamentals of Political Economy, transl. & ed. George Wang), αλλά πλατύτερα γνωστή έγινε η νέα έκδοση του δεύτερου τόμου για τον σοσιαλισμό υπό τον τίτλο „Μαοϊκή Οικονομία και ο Επαναστατικός δρόμος προς τον Κομμουνισμό- Το εγχειρίδιο της Σαγκάης“ (New York 1994), σε μια εποχή βέβαια όπου το επαναστατικό-κομμουνιστικό κίνημα ήταν ήδη σε υποχώρηση και πτώση. Το βιβλίο αυτό βασίζεται στην θέση ότι ο σοσιαλισμός είναι μια μεταβατική κοινωνία από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, και ότι η ταξική πάλη μεταξύ του προλεταριάτου και της αστικής τάξης συνεχίζεται καθ‘ όλη τη διάρκειά της περιόδου και στον οικονομικό τομέα. Μια βασική δήλωση αναφέρει: „Στη σοσιαλιστική κοινωνία, εξακολουθεί να υπάρχει η εκμεταλλεύτρια τάξη ως τάξη, παρόλο που έχει χάσει τα μέσα παραγωγής. Αφού ολοκληρωθεί ουσιαστικά ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, η ύπαρξη των τάξεων εξακολουθεί να είναι συνδεδεμένη με τις οικονομικές συνθήκες του λαού πριν από την εποχή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και την πολιτική τους θέση στον αγώνα μεταξύ σοσιαλιστικού και καπιταλιστικού δρόμου” (…) και ‘’μόνιμα αναδεικνύονται νέα αστικά στοιχεία στις εργαζόμενες τάξεις.“(Γερμανική Έκδοση. Βιέννη 2006, σ.7).

Το εγχειρίδιο π.χ. τονίζει τα προβλήματα της σοσιαλιστικής εμπορευματικής οικονομίας: “Η συνεργασία ανάμεσα στις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει συχνά να λάβει τη μορφή της ανταλλαγής εμπορευμάτων και να τηρεί την αρχή της ίσης ανταλλαγής- μέσα στην οποία κρύβεται το αστικό δίκαιο που φέρνει στην επιφάνεια τον καπιταλισμό.” (ebd, σελ.13)

Το συναρπαστικό και ταυτόχρονα στενάχωρο είναι ότι οι συγγραφείς του «Εγχειριδίου της Σαγκάης» σχεδόν προφητικά προέβλεψαν, αυτό που θα συμβεί στα χρόνια μετά το 1976 – μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους εκπροσώπους του καπιταλιστικού δρόμου-, όταν η προλεταριακή-επαναστατική γραμμή αντικαταστάθηκε από την φιλο-καπιταλιστική γραμμή της ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως μοναδικό κριτήριο. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε σήμερα στην Κίνα ξεκάθαρα!

Η επαναφορά του καπιταλισμού σε μια πρώην σοσιαλιστική χώρα, γίνεται συνήθως υπόγεια και σταδιακά. Οι φορείς και οι πρωταγωνιστές της είναι γραφειοκράτες ηγέτες μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, οι οποίοι εξελίσσονται σε μια νέα αστική τάξη – όχι μόνο λόγω πολιτικών αλλά και λόγω οικονομικών λαθών στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Οι αρνητικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Σοβιετική Ένωση και 20 χρόνια αργότερα στην Κίνα εξακολουθούν να είναι καταστροφικές και να παρεμποδίζουν την οικοδόμηση και ανάπτυξη επαναστατικών κομμουνιστικών κομμάτων, πράγμα που μπορεί να πραγματοποιηθεί μονάχα μέσα στον ταξικό αγώνα, σε πραγματικούς μαζικούς αγώνες κύρια της εργατικής τάξης και μέσω του κερδίσματος των πιο συνειδητών αγωνιστών για τον κομμουνισμό.

Για να μπορέσει το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα να σημειώσει πρόοδο, πρέπει λοιπόν να είμαστε ξεκάθαροι και να εξηγούμε πώς και γιατί απέτυχε το κομμουνιστικό κίνημα τον 20ό αιώνα. Δίχως καθαρές απαντήσεις σ’ αυτήν την ερώτηση, δίχως ουσιαστική και κατανοητή κριτική ιδιαίτερα στον χρουτσοφικό-μπρεσνιεφικό ρεβιζιονισμό θα έχουμε πάντα εμπόδια στο να παρεμβαίνουμε καθοδηγητικά στους ταξικούς αγώνες. Επειδή θα καταφέρνει η αστική τάξη και τα διάφορα μικροαστικά ρεύματα να μας κάνουν να φαινόμαστε αναξιόπιστοι- και σε αυτό βαραίνει η κατηγορία ότι αποδεδειγμένα έχουμε αποτύχει ιστορικά, ο κομμουνισμός, δηλαδή ο “σταλινισμός” έχει καταρρεύσει κτλ.

Στη δεκαετία του 1960 και του 1970 υπήρχαν μεγάλες ελπίδες στο παγκόσμιο μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα ότι θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ο χρουτσοφικός-μπρεζνιεφικός ρεβιζιονισμός και να περιθωριοποιηθεί από τα πραγματικά κινήματα και την ταξική πάλη. Σε αρκετές χώρες μπόρεσαν πράγματι να πάρουν τα ινία των αγώνων οι μαρξιστικές-λενινιστικές δυνάμεις, έστω για ένα διάστημα. Όμως κοιτώντας σήμερα πίσω, αυτό έγινε κατορθωτό σε λίγες μόνο χώρες και σχεδόν παντού πέρασαν λίγα μόνο χρόνια μέχρι να αποκτήσουν την μεγαλύτερη επιρροή οι ρεβιζιονιστές της Μόσχας, διάφορων αποχρώσεων, σε σχέση με τις οργανώσεις που πραγματικά βασίζονταν στον μαρξισμό-λενινισμό και την παραπέρα ανάπτυξής του από το ΚΚΚίνας στην ΜΠΠΕ (δηλαδή τις ιδέες του Μάο Τσε Τουνγκ). Η πτώση των ρεβιζιονιστών μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δεν άνοιξε τον δρόμο για τους επαναστάτες κομμουνιστές (όπως κάποιοι ήλπιζαν). Τόσο σε χώρες με αναπτυγμένη ταξική πάλη όσο και σε χώρες όπως η Αυστρία, όπου το εργατικό κίνημα κινείται κυρίως σε τροχιά ταξικής συνεργασίας και σοσιαλδημοκρατική, σχεδόν παντού, οι προσανατολισμένοι στο σαπισμένο ΚΚΣΕ ρεβιζιονιστές παραμένουν να έχουν δυνατότερη ή το ίδιο δυνατή επιρροή στο ταξικό κίνημα σε σχέση με τους επαναστάτες κομμουνιστές. Στα μάτια πολλών αγωνιστών συναδέλφων οι οργανώσεις μας είναι αποσπασμένα παρακλάδια ενός ρεύματος που, τουλάχιστον στην Ευρώπη, βρήκε το τέλος του με την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Πρέπει να κερδίσουμε τους ταξικά συνειδητοποιημένους συναδέλφους, στην πάλη στον δρόμο και στο εργοστάσιο, υπέρ των κομμουνιστικών ιδεών. Αυτό θα συμβεί λ.χ. με το να θέτουμε τους σωστούς, προωθητικούς στόχους πάλης και αγωνιστικές διεξόδους, να προσπαθούμε να τα εισάγουμε και να τα κατακτούμε σε ενωτικά μέτωπα δράσης. Αλλά δεν πρέπει ποτέ να παραμελούμε την κριτική στον ρεβιζιονισμό. Πρέπει από τη μια να ξεκαθαρίζουμε γιατί λ.χ. μια αντιμονοπωλιακή στρατηγική θα οδηγήσει το κίνημα σε ήττα και από την άλλη να εξηγούμε διαρκώς ότι ο σοσιαλισμός στην Σοβιετική Ένωση δεν κατέρρευσε το 1990, άλλα ήδη από το 1956 και ότι παρόμοια λάθη, που άρχισαν να εμφανίζονται και να διευρύνονται από το 1936, διέλυσαν εν τέλει τον σοσιαλισμό και στην Κίνα, που είχαν μεν αναγνωριστεί από τον Μάο, αλλά δεν μπορούσαν τελικά να ξεπεραστούν. Μόνο με μια καθαρή και επιστημονική στάση απέναντι στην παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Σοβιετική Ένωση, η οποία ολοκληρώθηκε το 1956 – και όχι ότι τότε ήταν η έναρξή της- μπορούμε και ιστορικά να είμαστε πειστικοί στην επιχειρηματολογία.

Dieser Beitrag wurde unter Greek veröffentlicht. Setze ein Lesezeichen auf den Permalink.

Hinterlasse einen Kommentar